Το οχυρό Λίσσε στη Γραμμή Μεταξά
Το οχυρό Λίσσε ανήκει στα Οχυρά της Γραμμής Μεταξά, τα οποία κατασκευάστηκαν κατά μήκος των Ελληνοβουλγαρικών συνόρων την περίοδο 1936-1941. Καθώς το διάστημα του Μεσοπολέμου η Βουλγαρία φαινόταν ως ο κύριος πιθανός αντίπαλος της Ελλάδας, είχε αρχίσει από το 1936 με εντατικούς ρυθμούς η οχύρωση των βόρειων συνόρων της Ελλάδας. Η οχύρωση αυτή, η οποία ονομάστηκε από τους ξένους «Γραμμή Μεταξά», εκτεινόταν από την ανατολική όχθη του Αξιού πάνω στο όρος Μπέλες (Κερκίνη) μέχρι τη δυτική όχθη του Νέστου, κατά μήκος, εν μέρει, της Ελληνογιουγκοσλαβικής μεθορίου και κατά κύριο λόγο της Ελληνοβουλγαρικής μεθορίου. Η οχυρωμένη αυτή τοποθεσία επεκτάθηκε από τις αρχές του 1939 ανατολικά, κατά μήκος της δυτικής όχθης του Νέστου από το Παρανέστι μέχρι τις εκβολές του Νέστου, και από τις αρχές του 1940, όταν δηλαδή ήδη έγινε φανερή η Γερμανική απειλή, προς τα δυτικά, από τη λίμνη Δοϊράνη μέχρι την ανατολική όχθη του Αξιού. Η εσπευσμένη κατασκευή των τελευταίων αυτών τμημάτων περιλάμβανε έργα οχυρωτικής εκστρατείας με μικρό αριθμό σκυρόδετων επιφανειακών έργων, για να προστατευτεί ο πεδινός διάδρομος του Αξιού.
Η αμυντική αυτή γραμμή Μπέλες - Νέστος εν συντομία είχε ως εξής: στοιχιζόταν σε αυτή μόνιμα, σκυρόδετα περίκλειστα οχυρά, τοποθετημένα πάνω στις κύριες κατευθύνσεις εισβολής, τα οποία αποτελούσαν την άρθρωση της άμυνας. Η γραμμή περιλάμβανε συνολικά εικοσιένα (21) ανεξάρτητα μόνιμα οχυρά -δεκαεννέα (19) ανεξάρτητα μόνιμα οχυρά στην παραμεθόριο ζώνη από το όρος Κερκίνη (Μπέλες) μέχρι τη διάβαση του Βώλακα στα βόρεια της Δράμας και δύο (2) ανεξάρτητα μόνιμα οχυρά για την κάλυψη των κατευθύνσεων από τη Βουλγαρία προς την Ξάνθη και την Κομοτηνή.
· Τα μόνιμα αυτά οχυρά συμπλήρωναν ενδιάμεσα έργα εκστρατείας, ενισχυμένα πολλές φορές με σκυρόδετα πολυβολεία, ενώ σε κάποια σημεία δεύτερη γραμμή έργων εκστρατείας συμπλήρωνε την πρώτη.
· Πίσω από τις οχυρές τοποθεσίες προβλέφθηκε πυροβολικό κινητό σε θέσεις προπαρασκευασμένες και οργανωμένες (στο βαθμό που επέτρεπαν οι ανάγκες ασφάλειας και απόκρυψης του πυροβολικού).
· Μεταξύ της
μεθορίου και της οχυρωμένης τοποθεσίας κατασκευάστηκαν ελαφρά έργα εκστρατείας τα οποία σε κάποιες περιοχές περιλάμβαναν σκυρόδετα πολυβολεία και παρατηρητήρια. Παράλληλα κατασκευάστηκε
αντιαρματική απόφραξη σε όλες τις οδικές αρτηρίες που συνέδεαν εχθρικό έδαφος
με την Ελλάδα. Επιπλέον
προβλέφθηκε, πλήρες σύστημα καταστροφών από τα σύνορα μέχρι το ύψος των οχυρών.
· Πρέπει να σημειωθεί ότι το οδικό δίκτυο κατασκευάστηκε άρτιο σε όλο το πλάτος και βάθος της οχυρωμένης τοποθεσίας Μπέλες - Νέστος, ώστε να είναι δυνατή η μετακίνηση πυροβολικού και εφεδρειών και ο εφοδιασμός των μαχόμενων σύντομα και με ασφάλεια.
Πλήρες και πολλαπλό ήταν και το δίκτυο των διαβιβάσεων, αποτελούμενο για κάθε κατεύθυνση από διπλά και τριπλά τηλεφωνικά κυκλώματα που συνέδεαν τα μεγάλα τηλεφωνικά κέντρα των μετόπισθεν με τις οργανωμένες τοποθεσίες ακολουθώντας διάφορα δρομολόγια. Τα κυκλώματα ακολουθώντας τη διαμόρφωση του εδάφους κατασκευάστηκαν υπόγεια μέχρι τα κέντρα των οχυρών. Πλήρες προβλέφθηκε και το οπτικό δίκτυο μέσα στα συγκροτήματα των οχυρών, μεταξύ των οχυρών αλλά και μεταξύ των οχυρών και των στρατιωτικών δυνάμεων που δρούσαν στις γύρω οχυρές θέσεις. Δίκτυο ασυρμάτου συνέδεε όλα τα στρατιωτικά σώματα στην οχυρή ζώνη. Κάθε οχυρό αποτελούνταν από ένα ή περισσότερα στεγανά συγκροτήματα. Περιελάμβανε ενεργητικά σκέπαστρα (πυροβολεία), πολυβολεία, ολμοβολεία, βομβιδοβολεία, παρατηρητήρια, οπτικούς σταθμούς, σκέπαστρα προβολέων και στεγανές εξόδους, απλές ή συνδυασμένες με πολυβολείο. Τα σκέπαστρα αυτά συγκοινωνούσαν με τα υπόγεια καταφύγια μέσω στεγανών σκυρόδετων καθόδων, οι οποίες ήταν ενσωματωμένες στο σύστημα των υπογείων.
![]() |
Οχυρά Νευροκοπίου |
Οι υπόγειες εγκαταστάσεις ήταν ενιαίο σύνολο μεγάλης αντοχής και επικοινωνούσαν με το έδαφος με δύο ή περισσότερες εξόδους, οι οποίες σφραγίζονταν με χαλύβδινες θύρες και προστατεύονταν με όργανα πυρός. Περιλάμβαναν θαλάμους ανδρών με διπλές κλίνες, αποθήκες πυρομαχικών και τροφίμων, σταθμούς διοικήσεως, ιατρεία, αποχωρητήρια, μηχανοστάσια, μαγειρεία, θέσεις υδροληψίας και ατομικής καθαριότητας και αποθήκες νερού επάρκειας 10 ημερών. Ο αερισμός και ο φωτισμός των οχυρών εξασφαλιζόταν με χειροκίνητους ανεμιστήρες και συστοιχίες φίλτρων αερισμού και λαμπτήρες πετρελαίου στην πλειονότητα των οχυρών και με ηλεκτρικές εγκαταστάσεις στα ελάχιστα -λόγω έλλειψης πιστώσεων- οχυρά στα οποία αυτές είχαν ολοκληρωθεί.
Το αδύνατο σημείο της οχυρωμένης τοποθεσίας Μπέλες – Νέστος, που προφύλασσε τη στρατιωτική βάση της Θεσσαλονίκης από Βόρεια και Ανατολικά, ήταν κυρίως το αριστερό πλευρό της που στηριζόταν στον Αξιό, όπου η οργάνωση της άμυνας λόγω έλλειψης χρόνου δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί σε ικανοποιητικό βαθμό. Για τον λόγο αυτό οργανώθηκε δεύτερη αμυντική τοποθεσία, η «τοποθεσία των Κρουσσίων», πάνω στα Κρούσσια όρη ανάμεσα στις λίμνες Δοϊράνη και Κερκίνη. Η τοποθεσία παραμονές της Γερμανικής επίθεσης διέθετε 143 σκυρόδετα έργα (έργα οχυρωτικής εκστρατείας με σκυρόδετα πολυβολεία).
Γενικότερα, στο όρος Μπέλες τμήμα της τοποθεσίας παρουσίαζε ελαττωμένη αμυντική ισχύ, λόγω της εγγύτητας των οχυρών προς τη μεθοριακή γραμμή (εύκολα θα καταστρέφονταν από τον εχθρό τα μετωπικά όργανα πυρός των οχυρών με πυροβόλα ευθυτενούς τροχιάς) και λόγω της αποτομότητας των πλαγιών του όρους που κατέληγαν στο Ελληνικό έδαφος, τα οποία δεν επέτρεπαν ελιγμό και αποτελεσματική άμυνα.
Πρέπει να σημειωθεί πως παρά τη διαφαινόμενη ιταλική απειλή η αμυντική προσπάθεια στην Eλληνοβουλγαρική μεθόριο υπερτερούσε σημαντικά έναντι της οχύρωσης της Ελληνοαλβανικής μεθορίου στην Ήπειρο και τη Δυτική Μακεδονία. Μόνο το 1936 είχαν διατεθεί για την κατασκευή των οχυρών της Γραμμής Μεταξά 1.119.800.600 δραχμές, ενώ από τον Απρίλιο του 1939 μέχρι τον Οκτώβριο του 1940 στην οχύρωση της μεθορίου με τη Βουλγαρία είχε διατεθεί το 90% των συνολικών πιστώσεων για τα οχυρωματικά έργα έναντι του 10% στη μεθόριο με την Αλβανία.
![]() |
Λίσσε |
Το Οχυρό Λίσσε της Γραμμής Μεταξά είναι κατασκευασμένο στη νοτιοανατολική πλευρά του υψίπεδου Κάτω Νευροκοπίου, πάνω στο ύψωμα 771, δίπλα στο χωριό Οχυρό και πολύ κοντά στην κύρια οδική αρτηρία Δράμας – Σόφιας. Λόγω της θέσης του δεσπόζει στον χώρο. Από το υψίπεδο Κάτω Νευροκοπίου διέρχεται ο δεύτερος μεγαλύτερος άξονας εισβολής στην Ελλάδα από βορρά μετά τη στενωπό Ρούπελ. Η κατάληψη από τον εχθρό του υψίπεδου Κάτω Νευροκοπίου θα είχε ως αποτέλεσμα να περάσουν μέσα από ορεινά περάσματα εχθρικές στρατιωτικές δυνάμεις στην πεδιάδα των Σερρών και στην πεδιάδα της Δράμας και από εκεί να προωθηθούν στις πόλεις Σέρρες και Δράμα και στη συνέχεια στη Θεσσαλονίκη.
Στη Γραμμή Μεταξά το Οχυρό Λίσσε περιλάμβανε τέσσερα (4) συγκροτήματα πάνω στο ύψωμα 771: το πρώτο συγκρότημα με ένα πυροβολείο βρισκόταν στην κορυφή του υψώματος (από εκεί ο Διοικητής Δετοράκης διηύθυνε τις επιχειρήσεις) στο σημείο που σήμερα βρίσκεται ο μαρμάρινος Σταυρός, δύο συγκροτήματα πυροβολικού είχαν κατασκευαστεί το ένα νότια του συγκροτήματος της κορυφής και το άλλο νοτιοανατολικά του υψώματος 771 και τέλος, το υπόγειο καταφύγιο «Χελώνη» σκάφτηκε στη δευτερεύουσα κορυφή του υψώματος 771, η οποία εξέχει στη βορειοανατολική πλευρά του.
Την εξαιρετικής σημασίας γεωστρατηγική θέση του υψίπεδου Κάτω Νευροκοπίου, αλλά και ειδικότερα τη σημαντικότητα της θέσης που είναι κατασκευασμένο το οχυρό Λίσσε αναδεικνύει και το γεγονός ότι στην ίδια θέση είχε κατασκευαστεί οχυρό και κατά την οχύρωση της Ελληνοβουλγαρικής μεθορίου το 1914-1915.
Πάλι εξαιτίας της Βουλγαρικής απειλής κρίθηκε απολύτως απαραίτητη η οχύρωση των βόρειων συνόρων από τον Στρυμόνα μέχρι τον Νέστο (με την κατασκευή οχυρών στις θέσεις Ρούπελ, Φαιά Πέτρα, Περιθώρι, Λίσσε, Τουλουμπάρ, Παρανέστι και Παράδεισος, αλλά και την οχύρωση μιας ευρείας ζώνης γύρω από τη στεφάνη της Καβάλας).
Συγκεκριμένα στο υψίπεδο Κάτω Νευροκοπίου χτίστηκαν μεταξύ των ετών 1914 – 1915 τα δίδυμα αυτόνομα οχυρά Περιθωρίου και Λίσσε. Το οχυρό Λίσσε ειδικότερα φρουρούσε τους δρόμους από το υψίπεδο Κάτω Νευροκοπίου προς Δράμα.
Τελικά, μέσα στη δίνη των αντεγκλήσεων μεταξύ Βενιζέλου και βασιλιά Κωνσταντίνου και μέσα στο χάος του εμφυλιοπολεμικού κλίματος που ακολούθησε, όταν η Βουλγαρία εισέβαλε στην Ανατολική Μακεδονία τον Αύγουστο του 1916, τα οχυρά που κατασκευάστηκαν την περιόδου 1914-1915 παραδόθηκαν χωρίς αντίσταση. Μόνο το οχυρό Ιντζές (Παράδεισος) επί δύο ημέρες αντέταξε ισχυρή άμυνα ενάντια στις Βουλγαρικές δυνάμεις. Το οχυρό Λίσσε μαζί με το δίδυμο οχυρό Περιθώρι καταλήφθηκαν από τις Βουλγαρικές δυνάμεις εισβολής στις 7/20 Αυγούστου 1916.
Η Μάχη των Οχυρών
Όταν ο Χίτλερ επιτέθηκε εναντίον της Ελλάδας και της Γιουγκοσλαβίας ταυτόχρονα στις 6 Απριλίου 1941 θέτοντας σε εφαρμογή το σχέδιο Μαρίτα -την επίθεση δηλαδή των Γερμανικών δυνάμεων από τη Βουλγαρία και τη Γιουγκοσλαβία με σκοπό την κατάληψη των ακτών του Βορείου Αιγαίου, του κόλπου της Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια της υπόλοιπης Ελλάδας, στο πλαίσιο της στρατηγικής του να καταλαμβάνει καίρια στρατηγικά σημεία της Βαλκανικής και της Μέσης Ανατολής που αξιοποιούσε η Αγγλία-, ο πόλεμος Ιταλίας - Ελλάδας ήταν ήδη σε εξέλιξη.
Σκληρές και άνισες μάχες δόθηκαν με λυσσώδη ένταση μέσα στο κρύο, το συνεχές ψιλόβροχο και την ορεινή ομίχλη, ημέρα και πολλές φορές και νύχτα, στις 6, στις 7, στις 8 και στις 9 Απριλίου σχεδόν μέχρι το απόγευμα. Το βάρος της επίθεσης σήκωσαν τα οχυρά Ρούπελ και Λίσσε, αλλά σκληρότατες επιθέσεις δέχτηκε και το Περιθώρι. Στις 7 Απριλίου 1941 έσπασε η αδύναμη τοποθεσία στο όρος Μπέλες (Κερκίνη) και τα οχυρά Ιστίμπεη, Κελκαγιά και Αρπαλούκι παραδόθηκαν και τα μεσάνυχτα παραδόθηκε και το Οχυρό Νυμφαία, όλα αφού εξάντλησαν κάθε περιθώριο αντίστασης κι έφτασαν σε απελπιστική κατάσταση. Στις 8 Απριλίου το απόγευμα παραδόθηκε το Οχυρό Ποποτλίβιτσα, ενώ το Οχυρό Εχίνος παραδόθηκε το βράδυ. Τα υπόλοιπα όμως οχυρά άντεχαν τις σκληρότατες επιθέσεις και τους ασταμάτητους βομβαρδισμούς και η αμυντική γραμμή παρέμενε απόρθητη. Ωστόσο η κατάσταση κρίθηκε σε άλλη συνοριακή γραμμή και όχι στην Ελληνοβουλγαρική μεθόριο.
Οι Γερμανικές δυνάμεις ήδη από τις 6:00 η ώρα το πρωί της 8ης Απριλίου πέρασαν τα Ελληνογιουγκοσλαβικά σύνορα και τα όρη Κρούσσια και συνέχιζαν προς τη Θεσσαλονίκη, της οποίας η κατάληψη ήταν πλέον θέμα χρόνου. Κάθε παραπέρα θυσία θα ήταν ανώφελη.
![]() | |
Αποχώρηση φρουράς του Λίσσε |
Στο μεταξύ οι φρουρές των άπαρτων Οχυρών και όλης της οχυρωματικής γραμμής εξακολουθούσαν τον αγώνα εναντίον των Γερμανών και στις 9 Απριλίου, όσο διαρκούσαν οι διαπραγματεύσεις, σύμφωνα με τη διαταγή του Γενικού Στρατηγείου. Και μάλιστα αξίζει να αναφερθεί πως με μεγάλη δυσκολία, δυσπιστία και κάποιες φορές με δυσθυμία δέχτηκαν τη διαταγή για παύση πυρός και παράδοση. Η συνθηκολόγηση του στρατού του Αλβανικού Μετώπου ακολούθησε στις 21 Απριλίου 1941, με πρωτοβουλία του αντιστράτηγου Παναγιώτη Τσολάκογλου, διοικητή του Τμήματος Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας.
Αφού περιέγραψα σύντομα το ιστορικό της Μάχης των Οχυρών, θα επιθυμούσα να σταθώ σε δυο σημεία:
Το πρώτο: η απλή ανάγνωση του Πίνακα παρατακτής δύναμης των αντιπάλων την παραμονή της Γερμανικής επίθεσης[1], αμέσως δείχνει τη συντριπτική υπεροχή των Γερμανικών επιθετικών μέσων και κάνει οποιαδήποτε σύγκριση με τις Ελληνικές έμψυχες και υλικές δυνάμεις της τοποθεσίας Μπέλες – Νέστος να μοιάζει καταθλιπτική. Και πώς άντεξαν αυτές οι φρουρές, αυτοί οι αξιωματικοί, αυτοί οι οπλίτες, τα παιδιά μας;
Μου έρχεται στο μυαλό αυτό που τόσο διεισδυτικά διαπίστωσαν οι ξένοι ελληνιστές, μελετητές του αρχαίου ελληνικού κόσμου, και το διατύπωσαν με τη φράση «Οι Έλληνες και το άλογον» (όπου α- στερητικό + Λόγος, λογική), καταστάσεις δηλαδή που είναι αδύνατον να ερμηνευτούν με τη λογική και πραγματώνονται από την Ελληνική ψυχή μέσα από ένα κράμα καταβολών πειθαρχίας, ισχυρού αξιακού συστήματος, αγάπης για την πατρίδα και την ελευθερία, αλλά και μυστικισμού, μυσταγωγίας και ισχυρής πίστης στο «θείο».
Το διατύπωσε νομίζω καλύτερα από μένα ο αντιστράτηγος Μπακόπουλος στην ημερήσια διαταγή της 29ης Μαρτίου 1941, όταν στο τέλος της θύμιζε στους οπλίτες του τους τριακόσιους του Λεωνίδα, τα παλληκάρια του Οδυσσέα Ανδρούτσου στο Χάνι της Γραβιάς, τον Διάκο στην Αλαμάνα, τους πολιορκημένους του Μεσολογγίου, το Αρκάδι, και άλλα σημεία συμπυκνωμένης ηρωικής ενέργειας όπου το «ά-λογον» της πολιορκημένης και μη προσκυνημένης Ελληνικής ψυχής εκμηδένισε όλους τους υπολογισμούς της λογικής.
Και πάλι καλύτερα από εμένα είπαν τα ίδια με ύφος ποιητικό και ο Ελύτης στην «Πορεία προς το Μέτωπο» από το Άξιον Εστί και ο Ρίτσος στη «Ρωμιοσύνη».
Το δεύτερο σημείο στο οποίο θα ήθελα να μείνω είναι οι νεκροί. Οι Γερμανικές δυνάμεις, σύμφωνα με την καταμέτρηση των Β. Βλασίδη και Σ. Δορδανά, έφτασαν τους 644 νεκρούς, θαμμένοι μόνιμα αυτή τη στιγμή στα νεκροταφεία του Γκότσε Ντέλτσεφ, του Μαρίνο Πόλε και του Πετριτσίου της Βουλγαρίας. Τα συγκεκριμένα νεκροταφεία είναι πλήρως επισκέψιμα.
Οι απώλειες του Τμήματος Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας έφτασαν τους 539 Έλληνες αξιωματικούς και οπλίτες νεκρούς και 30 εξαφανισθέντες στην οχυρωματική γραμμή Μπέλες – Νέστος, σύμφωνα με την καταμέτρηση των Κ. Λαγού και Π. Περαρή, με την πιθανότητα, σύμφωνα με τους ίδιους, το πραγματικό νούμερο να είναι γύρω στους 600.
Οι Βούλγαροι όμως; Αυτοί, δηλαδή, που στο συγκεκριμένο συγκείμενο του πολέμου επωφελήθηκαν από αυτήν την ανθρωποθυσία, πόσους νεκρούς είχαν;
Κανέναν. Διότι απλώς δε βοήθησαν τους συμμάχους τους Γερμανούς καθόλου. Ούτε κατά την εισβολή στη Γιουγκοσλαβία και την Ελλάδα -χώρες από τις οποίες αποκόμισαν εδαφικά οφέλη- ούτε πουθενά αλλού. Μάλιστα, σε όλη την περίοδο της βουλγαρικής κατοχής στην κατεχόμενη ζώνη της Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης (3,5 περίπου χρόνια) τα στρατεύματά τους είχαν 198 νεκρούς -κατά την καταμέτρηση τη δική μου. Ωστόσο, τίμησαν τους Γερμανούς αξιωματικούς και οπλίτες που έπεσαν στις Μάχες των Οχυρών, αλλά και γενικά όλους τους Γερμανούς που σκοτώθηκαν για τα Βουλγαρικά εθνικά ιδεώδη κατασκευάζοντας ένα όμορφο μνημείο. Μια μεγάλη, μαρμάρινη κρήνη από λευκό μάρμαρο του τόπου με μπρούτζινα γράμματα και κεφάλι λιονταριού στην έξοδο του νερού. Την ανέγερση ανέλαβαν οι Βούλγαροι δάσκαλοι του νομού Δράμας με τη βοήθεια του ειδικού τμήματος Κατασκευής Μνημείων του Βουλγαρικού Στρατού σε έναν τόπο πραγματικά πολύ συμβολικό, πάνω στη Στενωπό Γρανίτου, πάνω δηλαδή σε αυτήν την καίρια διάβαση προς την πεδιάδα της Δράμας[2]. Είναι η μαρμάρινη βρύση που μέχρι τις αρχές της δεκαετίας 1970 ήταν σε χρήση στο χωριό Γρανίτης (γκρεμισμένη τώρα), πάνω στον κεντρικό δρόμο, στο σημείο ακριβώς απέναντι από τις δυο σημερινές ταβέρνες που διανοίχθηκε ο νέος ανηφορικός δρόμος προς βορρά, ο ανηφορικός δρόμος του Γρανίτη που είδε να μεγαλώνει ένας άλλος ήρωας, -ποιος θα τό’ λεγε;- ένας Σμηναγός της Πολεμικής Αεροπορίας. Σε μια «ά-λογη γεωδαισία της ελευθερίας» που συγκεράζει τον χρόνο, τον τόπο και το έλεος, ο Σμηναγός από τον Γρανίτη επόπτευε και περιχαράκωνε από ψηλά -Ίκαρος εξάλλου- το σύμβολο της Μνήμης της εχθρικής επιβουλής και εισβολής, αυτήν την εισβολή που στο συγκεκριμένο σημείο ακύρωσαν με λυσσαλέα ορμή αξιωματικοί και στρατιώτες του Λίσσε και των υπόλοιπων οχυρών του Κάτω Νευροκοπίου, μαζί με όλη τη Γραμμή Μεταξά.
Αιωνία τους η Μνήμη.
[1] ΓΕΣ/ΔΙΣ, Ο Ελληνικός Στρατός κατά τον ∆εύτερον Παγκόσµιον Πόλεµον. Αγώνες εις την Ανατολικήν Μακεδονίαν και την ∆υτικήν Θράκην (1941), Αθήνα, 1956, σ.120.
[2] Patronidou, D., (2022), “Memory, oblivion and national narrative in «landscapes of defence»: the memorial fountain in honor of the Bulgarian and German soldiers near the village of Giouretzik, Drama (1942)”, Bulgarian Historical Review (Institute for Historical Research at the Bulgarian Academy of Sciences, ISSN 0204-8906), L 1-2, 108.
Της Δήμητρας Πατρωνίδου, Μεταδιδακτορικής Ερευνήτριας ΠΑ.ΜΑΚ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου