Της Ελένης Παπουτσή
![]() |
Φώτο destanea |
Πολύβουο, αγέρωχα υπερήφανο, καταπράσινο δάσος στέκει πάνω από τον οικισμό του πάλαι ποτέ Γκιούρετζικ, του σημερινού Γρανίτη, επιβλέποντας μέρα νύχτα άγρυπνα τους λιγοστούς κατοίκους να ζούνε μιαν ήσυχη ζωή, υπολογίζοντας τις ημέρες τους σαν την κάθε μια ένα δώρο από τον Θεό. Όσο φυσά ο άνεμος στα πανύψηλα κλαδιά, οι φουντωτές οξιές φτιάχνουν πλέγμα από φυλλωσιές που ντύνουν τις πλαγιές με πράσινο βελούδινο ένδυμα. Σε αυτό το χωριό, όπου η αιώνια φύση έχει χαρίσει με φιλί βαθύ τη ζωή, ρέει ήσυχα το νερό μέσα από τη στενωπό με κελαρίσματα που όμοιά του βρίσκονται στη λαλιά των κατοίκων. Ρέει όπως το χαμόγελο των υπερήλικων ακριτών, που είπανε από τα νιάτα τους ακόμα το μέρος πατρίδα, και από τα μάτια τους προβάλλουν αναμνήσεις από συγγενείς, γονείς, αδέρφια, φίλους, παιδιά και εγγόνια. Κοιτούν τα δέντρα και νιώθουν στο σπίτι τους, γνωρίζουν το κάθε μονοπάτι και πού βγάζει, τα καλντερίμια από την εποχή των αρχαίων, τα ερειπωμένα χωριά τριγύρω και μπορούν να θυμηθούν τις στιγμές που έλειπαν από το χωριό σαν ένα χρονικό κομμάτι χωρίς ιδιαίτερη σημασία στη ζωή τους.
Το παλιό πέτρινο χωριό χτίστηκε από επιδέξια χέρια με την άφθονη γρανιτόπετρα και μαρμαρόπετρα της περιοχής που υποτελειακά σήμερα σκεπάζουν οι ρίζες, δίπλα και πάνω στα ερείπια αρχαίων κτισμάτων και δοξασιών. Οι πέτρες ίδιες, οι πέτρες άφθονες από την βορεινή και νοτιοδυτική πλαγιά, βγαλμένες από σκληρά μα όμορφα πετρώματα από χέρια το ίδιο σκληρά. Με τέχνη, καθάριζαν τις ρίζες, έβγαζαν με το σκαρπέλο τις πέτρες από το βουνό, τις πελεκούσαν και με τα μουλάρια τις έφερναν από ψηλά στα χαμηλά. Μετά έφτιαχναν δρόμους, γεφύρια και σπίτια. Και οι ανάγκες γι αυτά μεγάλες, αφήνοντας πίσω τρύπες βαθιές που χαράσσουν τη δουλεμένη Γη.Θράκες, Μακεδόνες, Ρωμαίοι, Βυζαντινοί, Βενετοί, Οθωμανοί, Σλάβοι, Έλληνες, Βούλγαροι, Γερμανοί, Εβραίοι, Τσιγγάνοι και ποιος ξέρει πόσοι άλλοι, θαύμασαν τον τόπο αυτό στο διάβα τους. Λάτρεψαν το βουνό με τον πλούτο στα σπλάχνα του, χρυσός, μαγγάνιο, πέτρες, ξύλα, ύδωρ. Λόγοι για να μείνουν και να ζήσουν μεγαλώνοντας τα παιδιά τους. Με μια προσεκτική ματιά σήμερα μπορεί κανείς να καταλάβει τα ίχνη του παλιού χωριού. Δεν γνωρίζεις ακριβώς ποιος και τι, όμως περπατώντας στην περιοχή πέφτεις πάνω στις πέτρες των σκορπισμένων σπιτιών, φαντάζεσαι πώς σκαρφάλωναν περιμετρικά τις πλαγιές σαν κοπάδι από ολόλευκα πρόβατα που ξεκουράζονται κάτω από τα δέντρα. Σπίτια από κάτασπρη πέτρα ξεπρόβαλλαν μέσα από τις παχιές σκιές των δέντρων και έμεναν άλλα να βλέπουν στα μάτια την Ανατολή και άλλα να κοιτούν τον Νότο. Εκεί στην αγκαλιά του δάσους φωλιάζανε τη ζέστη μέσα στον παγωμένο χειμώνα του βορρά και πλημμύριζαν από δροσιά το καλοκαίρι.
Τα σπίτια του περασμένου αιώνα ήταν κατεξοχήν φτιαγμένα με την Μακεδονική αρχιτεκτονική. Οι αυλές ήταν τριγυρισμένες από ψηλούς πέτρινους τοίχους που πρόσφεραν προστασία από τους κινδύνους του δάσους. Στο παλιό χωριό τα βρίσκεις ακόμα φτιαγμένα από πέτρα, ξύλα, καλάμια, λάσπη και άχυρα. Δέσποζαν στο χωριό δείχνοντας την αξιοσύνη και την εργατικότητα των κατοίκων. Αυτοί περίτεχνα έπλεκαν μέσα στις αυλές τους ευλύγιστες βέργες κατασκευάζοντας ξύλινους φράχτες για τις ανάγκες της κτηνοτροφίας. Στήριζαν τους φράχτες στο ισόγειο του σπιτιού, πάνω στα ξύλινα κάθετα δοκάρια που κράταγαν τον πάνω όροφο στη θέση του, για να μη φεύγουν τα ζώα από το στάβλο. Έτσι τα ζώα τους έδιναν εκτός από το κρέας, το γάλα και το τυρί, την ίδια την ζέστη που αναδυόταν από τα σώματά τους, η οποία έμπαινε από τα ξύλινα πατώματα.
Οι άντρες και τα αγόρια στην καθημερινή ζωή τους μάζευαν ξύλα από το βουνό για τον σκληρό χειμώνα, μεγάλωναν τα κοπάδια τους, έβγαζαν πέτρες και διόρθωναν τα σπίτια και τους δρόμους. Όλη η μέρα τους περνούσε με τα ζώα. Στο ρέμα πιο κάτω από το χωριό, εκεί όπου το νερό έτρεχε συνέχεια, εκμεταλλεύονταν τους φυσικούς σχηματισμούς και επεξεργάζονταν τα δέρματα φτιάχνοντας βυρσοδεψία στη σειρά. Οι γυναίκες μαζί με τους ηλικιωμένους και τα μικρά παιδιά φρόντιζαν το νοικοκυριό, το σπίτι, το μαγείρεμα και τις αυλές τους. Στο ίδιο σπίτι χωρούσαν δυο και τρεις οικογένειες, οι γονείς, τα παντρεμένα παιδιά τους και τα εγγόνια. Ήταν χωρισμένο πρόχειρα σε πολλά σημεία για να στεγάσει παιδιά και όνειρα όσων δεν είχαν δικές τους μερίδες γης. Η γιαγιά και ο παππούς έδεναν τους νέους οικογενειάρχες σε μια οικογένεια, για να προσέχουν στην αρχή οι μεγάλοι τους μικρούς και αργότερα το αντίθετο. Δύσκολα χρόνια, φτώχειες, αλλά ξεθωριασμένες από το χρόνο φαντάζουν σήμερα οι παλιές ιστορίες. Μια στέγη έκλεινε μέσα της άντρες, γυναίκες και παιδιά, πριν ακόμα αυτά ανοίξουν τα φτερά τους για να πετάξουν στο μέλλον.
Από το πρώτο λάλημα του κόκορα, πριν το πρώτο φως, από την άνοιξη έως το φθινόπωρο, με το πρώτο γυροβόλημα των κουδουνιών στον λαιμό των ζώων στους πετρόχτιστους δρόμους του χωριού, ξεκινούσε μια ολάκερη ημέρα γεμάτη δουλειές. Με το πρωινό ξύπνημα οι άνθρωποι με μια μπουκιά στο στόμα, λίγο τσάι, λίγο γάλα, κατέβαιναν για το άρμεγμα των ζώων που δεν πρόλαβαν από χθες και μετά να για να μάσουν το νέο γέννημα της κότας. Να δουν αν ξημέρωσαν και αυτά καλά και ποια έφυγαν από την αυλή. Νέοι περίμεναν τις αγελάδες στη ρωμαϊκή γέφυρα. Γνωρίζανε την κάθε μια με το όνομά της και ποιανού είναι. Όταν έλειπε καμιά και δεν έβγαινε, καταλάβαιναν πως κάτι συμβαίνει, γιατί κάθε σπίτι ξεπροβόδιζε τα ζώα με μια καλημέρα στα χείλη. Το χωριό ήταν καθαρό, οι γυναίκες και τα παιδιά φρόντιζαν και μάζευαν από το κατώφλι και το δρόμο όσα άφηναν τα ζώα πίσω στο διάβα τους. Ο καθένας τα δικά του, τα ήθελαν όλα καθαρά και όμορφα, ήταν δείγμα νοικοκυροσύνης. Οι δουλειές του σπιτιού περίμεναν να ξεκινήσουν, το γάλα να γίνει τυρί, γιαούρτι και βούτυρο, το φαγητό να μαγειρευτεί, το σπίτι να καθαριστεί. Να πάρουν οι νιές από την ρόκα και το αδράχτι το νήμα να υφάνουν στον αργαλειό τα απαραίτητα, βελέντζες, στρωσίδια και κουρελούδες, κάπες, ρούχα και τσαρούχια από δέρμα για τα πόδια. Ζωές συνυφασμένες με τα ζωντανά, το κούρεμα των προβάτων μια γιορτή που φίλοι- συγγενείς θα δουλεύανε δίπλα δίπλα, για ένα καλό μεροκάματο.
Βρύσες, ρυάκια και πηγάδια
Βρύσες παντού! Οι κάτοικοι πάνω και δίπλα στα ερείπια του χωριού και τις αναμνήσεις ζούνε γύρω από τις παμπάλαιες βρύσες του χωριού. Και να! Δίπλα στο ακούραστο ρυάκι που διασχίζει το μέρος, μόλις που ξεχωρίζεις τη ρωμαϊκή γέφυρα κρυμμένη από τη φύση και τη βλάστηση. Κάποτε η γέφυρα έπρεπε να χτιστεί, ήταν απαραίτητη, να είναι στιβαρή, να αντέχει στον καιρό και στον χρόνο, για να κρατά τον δρόμο ανοιχτό, να ενώνει χωριά με πόλεις και βασίλεια αναμεταξύ τους. Έπρεπε να φέρνει τον κόσμο στο χωριό. Κάρα γεμάτα παιδιά που πάνε στη δουλειά τους και των νοικοκυραίων, με ξύλα, και δέρματα πασταλιασμένα για τις αγορές του κόσμου.
Εκεί δίπλα στην γέφυρα, στο πιο χαμηλό σημείο του χωριού, ανάμεσα στις πανύψηλες πλαγιές, ακριβώς στην καρδιά του χωριού, η πιο παλιά βρύση, νέα τότε ακόμα με στήθος γρανιτένιο τρέχει το θαυματουργό νερό με τις χωνευτικές ιδιότητές του. Μαρμάρινα σκαλιά, ποτισμένα από το αδάμαστο νερό σε φέρνουν στο στόμιο της, που δεν έπαψε να κερνάει τον κάθε διψασμένο. Όσο περισσεύει, φεύγει και ενώνεται με το ρυάκι. Κάθε άνοιξη, καλοκαίρι και φθινόπωρο όδευαν τα διψασμένα ζώα. Αμέτρητα κοπάδια κατσικιών, προβάτων, αγελάδων και αλόγων που ήξεραν από μνήμης τον δρόμο για το νερό, σταματούσαν να χορτάσουν μέσα από το ρυάκι και τις γούρνες του Γκιούρετζικ. Μια στιγμή ξεκούρασης περαστικά στο διάβα για τα υψώματα με το φρέσκο χορτάρι.
Εκεί δίπλα της γινόταν τα παζάρια και οι χοροί. Και οι άνθρωποι με τις στάμνες στο χωριό κατηφόριζαν από τα σπίτια καθημερινά και γέμιζαν με άφθονο νερό για τα παιδιά και τα ζώα. Στα νέα χέρια και τα πιο δυνατά που πιάνουν τα δοχεία, η βρύση γίνεται τόπος συνάντησης και η ευκαιρία να ειδωθούν μάτια ερωτευμένα, θες μαύρα, καστανά, γαλανά ή πράσινα. Στην πιο καλή τη βρύση, εκεί που είχαν ειδωθεί και την άλλη φορά, στην πιο κρύα, να μπούνε στην ουρά. Να πιάσουνε κουβέντα, να έρθει κάποτε και η μαμή να πάρει νερό για την γέννα. Να περάσει γρήγορα μπροστά από όλους, γιατί την περιμένει η μάνα με το μωρό που θε να έρθει όπου νά’ ναι. Εκεί ο χώρος συνάντησης για τα γλέντια και τα πανηγύρια.
Μα στους ψηλούς τους μαχαλάδες, εκεί που το ρυάκι δεν αφήνει τη δροσιά του, εκεί οι άνθρωποι κοπιάσανε και έφτιαξαν πηγάδια, δεμένοι με σκοινιά. Ο ένας αδερφός να γεμίζει τον ντορβά με πέτρες και χώμα, ο άλλος να χτίζει τους τοίχους με πέτρες και ξύλα και οι υπόλοιποι, αδέρφια και φίλοι, να ανεβοκατεβάζουν τα υλικά. Μέχρι να βρούνε το νερό, ο ιδρώτας κυλά. Άγνωστα πηγάδια για πολλούς που χάθηκαν με τον καιρό. Μα τα πηγάδια ήταν ο θησαυρός τους, η ζωή τους, η ευκολία τους. Πηγάδια βαθιά, φτιαγμένα με κόπο, να φτάνουν στο νερό με κουβάδες δεμένους σε μακριά σκοινιά.
Όμως, με τον καιρό νέες καλαίσθητες βρύσες με τις μακριές γούρνες και το επιβλητικό παρουσιαστικό εμφανίζονται ακριβώς παραδίπλα στις παλιές σαν ανταγωνισμός. Ακόμα και στα ψηλά. Κρήνες! Νέοι άνθρωποι έρχονται μετά τον πόλεμο και κατασκευάζουν κρήνες εκεί που βλέπουν τον δρόμο της πηγής, εκεί που το νερό φαίνεται να ξεφυτρώνει μέσα από τους βράχους χωρίς καμία αναστολή. Το χωριό μεγαλώνει. Γίνονται δεξαμενές, για να υπάρχει απόθεμα στο νερό, εύκολα προσβάσιμες, κατασκευασμένες από ονομαστούς ντόπιους τεχνίτες, γνώστες της τέχνης της πέτρας. Αναθηματικές πλάκες προσφοράς, σε ανταπόδοση εκτίμησης του βίου και της προσφοράς των ανθρώπων, πλαισιώνουν την ομορφιά τους.Η πιο όμορφη και ζηλευτή βρύση κατασκευάζεται, πάνω στον νέο δρόμο της δεκαετίας του 1930, από τους Βουλγάρους κατακτητές, εις μνήμην των πεσόντων άγνωστων στρατιωτών τους στα βουνά της περιοχής. Βρύση που δεν άντεξε στον χρόνο και στην αντιπαλότητα των εθνών, που όμως πότισε γενιές με νερό. Σβήστηκε με τον καιρό από τις μνήμες των νέων, όπως σβήστηκαν και οι γηραιοί κάτοικοι και το βιος τους στο ανυποψίαστο γύρισμα του χρόνου.
Κάποιες λιγοστές βρύσες μόλις που αντέχουν ακόμα, πνιγμένες στη βλάστηση, σχεδόν χαλασμένες πια, με πέτρες μαυρισμένες από την υγρασία και τον καιρό, λες πως σε πείσμα κατάφεραν και νίκησαν τον χρόνο που σαρώνει και σκορπάει τα πάντα στο πέρασμά του. Ήσυχα αφήνουν ακόμα τον ήχο τους στον χώρο και ανενόχλητα ρέουν το πηγαίο νόστιμο νερό, που όσο και αν πιείς δε χορταίνεις. Δεν καλοφαίνονται, πρέπει να σου πουν να τις ψάξεις, όμως ποιος γέρος δεν τις θυμάται με λαχτάρα να δίνουν το νερό της νιότης και της ξεγνοιασιάς.
Περιπλανώμενοι στα σχεδόν ακανόνιστα δρομάκια, τα πιο πολλά με γκρεμισμένα σπίτια, βλέπεις τις νεότερες από τις βρύσες να ορθώνονται σαν παλιές ντίβες, σαν καλλονές, απρόσιτες, στεγνές, ατημέλητα αφημένες αλλά ακόμα εκθαμβωτικές. Γράφουν επάνω 1932 και σαν ετερόκλητο αφήγημα οι κάτοικοι τοποθέτησαν βρύσες με στρόφιγγες να μην γεμίζουν τις γούρνες. Τα ζώα πια λιγοστά, ο νέος δρόμος δεν έρχεται από εδώ. Περνάει από ψηλά αφήνοντας το χωριό να χαθεί στην ησυχία του δάσους μαζί με τον παλιό δρόμο. Μια λάμψη από μια ζωή που πέρασε.
Δρόμοι, κτήρια και κάτοικοι
Οι ηλικιωμένοι ανοίγουν τις πόρτες τους, όπως σου δίνουν το χαμόγελο. Παρά την ηλικία τους είναι γεροί σαν ατσάλι. Σκαρφαλώνουν στα μονοπάτια του Γρανίτη και απολαμβάνουν πια την φύση. Από τα παράθυρα του σπιτιού βλέπεις τον κυματισμό του δάσους στο φύσημα του αέρα. Η αρχαία ελληνική φιλοξενία είναι μέρος της λογικής τους που σε αφήνει απροσδόκητα άφωνο. Ανοίγουν τα σπίτια τους και με τα πρώτα λόγια ψάχνουν την καταγωγή και τους δεσμούς σου με το μέρος τους. Και αν δεν έχεις, σου λένε δεν πειράζει και αυτοί υπήρξαν ξένοι σε ξένο τόπο κάποτε. Μετά ακολουθεί η αφήγηση για τη ζωή σου και μετά για τη δική τους. Και ο Ελληνικός καφές ψήνεται, τα χαμόγελα ανθίζουν, νιώθεις καλοδεχούμενος και κοιτάς να μαζέψεις από τα ρυτιδιασμένα μάτια τους τα νιάτα που ακόμα κρύβονται στη σκέψη και στην ψυχή τους.
Αρχίζει η εξιστόρηση, σε αυτά που ρωτάς βγαίνουν οι λέξεις με χαρά, αβίαστα από στόματα που βιάζονται και έχουν φωτογραφίες να δείξουν, πολλές φωτογραφίες, έχουν πολλή συγκίνηση να νιώσουν για τους αγαπημένους τους που δεν έρχονται τακτικά. Θυμούνται τους γονείς τους και την αρχή στον τόπο αυτόν. Οι περισσότεροι είναι πονεμένοι από τον ξεριζωμό του πολέμου το 1924. Βλέπεις η ζωή πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν δύσκολη και τα παιδιά ήταν πολλά. Βιοπαλαιστές άνθρωποι, οικογενειάρχες οι γονείς τους. Διωγμένοι από την Μικρά Ασία και τον Πόντο, χωρίς αρκετά χωράφια να τους καλοθρέφουν εδώ, βρήκαν την ελπίδα στο μέρος αυτό. Ξένοι σε ξένο τόπο. Το μέρος τους θύμιζε τις παλιές χαμένες πατρίδες τους.
Τα σπίτια που βρήκαν πολλά και έρημα από την λαίλαπα του πολέμου που είχε περάσει, ήδη δυο φορές. Χαμένοι κάτοικοι που δεν γύρισαν ποτέ. Βρήκαν κάποιες οικογένειες και δέθηκαν μαζί ξανά. Όσοι είχαν μείνει θυμόταν τα παλιά και δάκρυζαν. Τα παλιά μακεδονικά σπίτια με τα χαγιάτια στέγασαν τώρα τα παιδιά, τα ζώα και τις ελπίδες τους, όπως έκαναν και παλιά, με τους παλιούς κατοίκους. Μόνο που τώρα έγιναν τα σύνορα και κόπηκαν οι δρόμοι. Τα σύνορα έμειναν κλειστά για χρόνια. Τα λόγια σαν φύσημα του αέρα ξεκινούν να μας δροσίζουν με εικόνες από την ζωή που βρίσκεται κλεισμένη στις αμέτρητες φωτογραφίες που τράβηξε ο αδερφός που ήταν φωτογράφος. Συγκίνηση και περιγραφή της νεοελληνικής ζωής στο ακριτικό χωριό που λέγεται Γρανίτης…….
Με σχέδιο από τους δημάρχους των όμορων Νομών, να κατασκευαστεί το μεγαλύτερο Σανατόριο της περιοχής για την καταπολέμηση της φυματίωσης τη δεκαετία του 1930, και μάλιστα λίγο πιο ψηλά από το χωριό, οι ελπίδες όλων των κατοίκων της περιοχής αναπτερώθηκαν για το μέλλον. Όμως οι ελπίδες έσβησαν λίγα χρόνια μετά, με την έλευση του πολέμου. Το Σανατόριο διώροφο και πετρόχτιστο εγκαταλείφθηκε και έμεινε σαν ένας τεράστιος ατέλειωτος στάβλος για τα ζώα.
Το σχέδιο του Μεταξά για την οχύρωση της βόρειας Ελλάδας από την απειλή του πολέμου που φαινόταν να φουντώνει κατά την δεκαετία του 1930 έφερε εργάτες από όλη την Ελλάδα. Όλα τα χωριά της περιοχής εργαζόταν στην κατασκευή του νέου δρόμου που θα ένωνε τα χωριά τους με την πόλη της Δράμας και των Σερρών. Νέες γέφυρες, νέα σπίτια, νέα σχολεία, νέες εκκλησίες, νέα οχυρά να προστατέψουν τα χωριά που επέζησαν από τις αλλαγές. Ακόμα είχαν τα ζώα και το δάσος να τους περιμένουν κάθε μέρα να πάνε για βοσκή και να τα φροντίσουν, να τους δώσουν το γάλα και το τυρί. Τα κάρα τους ζεμένα με άλογα, φορτωμένα με ξύλα, κατέβαιναν στα χωριά και τις πόλεις να πουλήσουν, για να μεγαλώσουν τα παιδιά τους, ακολουθώντας το περίτεχνο φιδωτό πέτρινο καλντερίμι, μέσα από τη φυσική δίοδο που οι παλιοί κάτοικοι έλεγαν πως ο Μέγας Αλέξανδρος έβαλε να την καλοφτιάξουν.
Μακρύ και γερό το καλντερίμι, μέχρι να κατασκευαστεί ο νέος δρόμος στην απέναντι πλαγιά ένωνε κόσμο και φυλές από την αρχαιότητα. Μετά ήρθε ο νέος δρόμος και μαζί του ήρθε το αυτοκίνητο. Δεν έτρεχε πολύ, ο δρόμος δύσκολος. Έπρεπε να σταματάει το λεωφορείο στο 23ο χιλ., για να κρυώνει η μηχανή. Οι δρόμοι πια ήταν δύο. Μνήμες και αναμνήσεις για ανθρώπους που χαθήκαν αλλά και γεννηθήκαν. Φωτογραφίες και ιστορίες.
Και μετά ξέσπασε ο πόλεμος, ο φόβος, η πίκρα, η δυστυχία σε ανθρώπους που απλώς ήθελαν να ζήσουν και να δουν χαρούμενες ημέρες. Έφυγαν από το χωριό με εντολή του στρατού, κατέβηκαν στα πεδινά. Περάσανε δύσκολα, όταν μπόρεσαν, επέστρεψαν στο χωριό τους. Κατοχή. Οι λόγοι πολλοί, -φιλήσυχοι γεωργοί, κτηνοτρόφοι και εργάτες της πέτρας οι κάτοικοι του Γκιούρετζικ, αγράμματοι, δεν τους είχαν ξανακούσει. Έμειναν, όμως οι λόγοι να σπέρνουν διχόνοια και μίσος. Να κρίνουν το όνομα της γης. Μετά ήρθε η ώρα της ελευθερίας.
Το χωριό αναπτύχθηκε στα δυτικά, στους λεγόμενους Πυρήνες. Τα σπίτια που έχτισε το Ελληνικό κράτος, για να στεγάσει τα όνειρα των ανθρώπων. Το παλιό ορυχείο μαγγανίου τους έδωσε δουλειά και ο στρατός ήταν πολύς στο χωριό. Υπήρχε έλεγχος των ταυτοτήτων. Κανείς δεν περνούσε αν δεν είχε ειδική άδεια ή αν δεν ήταν κάτοικος της περιοχής. Ο στρατός είχε σοβαρές στρατιωτικές βάσεις σε όλη την περιοχή.
Και η ζωή συνεχίζεται για χρόνια απαράλλαχτα ίδια. Μα στο τέλος, όλα αλλάξανε. Τα παιδιά έφυγαν. Τα παλιά σπίτια άρχισαν να πέφτουν το ένα μετά το άλλο. Τώρα το χωριό είναι θέρετρο για το καλοκαίρι. Είναι η ομορφιά και το κλίμα που τους αρέσει. Μαζί με τους παλιούς κατοίκους αρέσκονται να περπατούν στα μονοπάτια και να χαίρονται τη ζωή οι επισκέπτες του χωριού. Γεμίζουν τα μάτια τους από τον γαλανό ουρανό το καλοκαίρι, αρέσκονται να χάνονται στο σκουριασμένο χρώμα του φθινοπώρου, να αντικρίζουν το κατάλευκο χιόνι που πέφτει σαν παγάκια και φοράει τα λευκά παντού τον χειμώνα, να ανακαλύπτουν τα πρώτα λουλούδια της άνοιξης, καθώς ο χειμώνας τελειώνει, σκορπίζοντας παντού χρώματα και αρώματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου